- ἐπικλήσεως
- ἐπικλήσεω̆ς , ἐπίκλησιςsurnamefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам … Православная энциклопедия
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek
επίκληση — η (AM ἐπίκλησις) [επικαλώ] έκκληση για βοήθεια, παράκληση για συνδρομή με προσευχή, ικεσία, επίκληση τού ονόματος («ἐπίκλησις δαιμόνων», Δίων Κάσσ.) μσν. κατά τη θεία λειτουργία η αναφορά τού ονόματος τού προσώπου που τιμάται αρχ. 1. παρατσούκλι … Dictionary of Greek
εύκλητος — εὔκλητος, ον (Μ) άξιος τής προσφωνήσεως, τής επικλήσεως κάποιου, αξίως καλούμενος ή προσφωνούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλητός (< καλώ), πρβλ. παθ. αόρ. β ε κλή θην] … Dictionary of Greek
ιηπαιωνίζω — ἰηπαιωνίζω (Α) αναφωνώ, κραυγάζω ιή* παιών, επικαλούμαι τον Απόλλωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰή παιών, κραυγή επικλήσεως τού Απόλλωνος] … Dictionary of Greek
κερβεροσάνδαλε — και καταντεσσάνδαλε (Α) κλητική επικλήσεως ενός χθόνιου δαίμονα στις μαγικές επωδές, δηλ. τα ξόρκια, τών Καρχηδονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κέρβερος + σάνδαλος (< σάνδαλον), πρβλ. μονο σάνδαλος, χρυσο σάνδαλος] … Dictionary of Greek
σιμωνία — (Νομ.). Αδίκημα κληρικών και μοναχών με περιεχόμενο την εμπορία της θείας χάρης. Ονομάστηκε έτσι από το μάγο Σίμωνα, που πρόσφερε χρήματα στους Απόστολους για να του δώσουν τη δύναμη να μεταδίνει το Άγιο Πνεύμα με την επίθεση των χεριών του.… … Dictionary of Greek
АНАФОРА — [греч. ἀναφορά возношение], евхаристическая молитва. Термином «А.» в литургике и в богослужебной практике большинства христ. Церквей (напр., в чине литургии визант. обряда: « … Православная энциклопедия
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… … Православная энциклопедия